- ζωγρεία
- -ας ἡ N 1 2-0-0-0-0=2 Nm 21,35; Dt 2,34taking alive
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ζωγρείον — ζωγρεῑον και διαφ. γρ. ζώγριον, τὸ (Α) [ζωγρώ]·1. τόπος όπου φυλάσσονται άγρια ζώα, θηριοτροφείο 2. κλουβί 3. παγίδα 4. ιχθυοτροφείο 5. στον πληθ. τὰ ζωγρεῑα τα ζωάγρια* … Dictionary of Greek